- μελισσουργία
- μελισσουργ-ία, [dialect] Att. [pref] μελιττ-, ἡ,A bee-keeping, Arist.Pol.1258b18, D.S.5.65 (pl.), Sch.Nic. Al.448.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μελισσουργία — η (Α μελισσουργία, αττ. τ. μελιττουργία) [μελισσουργός] η ενασχόληση με τις μέλισσες, η τέχνη και το έργο τού μελισσουργού, μελισσοκομία («καὶ μελιττουργίας καὶ τῶν ἄλλων ζῷων τῶν πλωτῶν ἢ πτηνῶν», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
μελισσουργικός — ή, ό (Α μελισσουργικός, ή, όν) [μελισσουργός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μελισσουργία ή στον μελισσουργό, ο μελισσοκομικός αρχ. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) Μελισσουργικά ποίημα τού Νικάνδρου το οποίο αναφέρεται στη μελισσουργία … Dictionary of Greek
μελισσοτροφία — η η τέχνη και το έργο τού μελισσουργού, μελισσουργία, μελισσοκομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελισσοτρόφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1848 στον Κ. Φραριέρο] … Dictionary of Greek
μελιττουργία — μελιττουργία, ἡ (Α) (αττ.τ.) βλ. μελισσουργία … Dictionary of Greek
μελουργία — μελουργία, ἡ (Μ) [μελουργός] 1. μουσική σύνθεση, μελωδία 2. παρασκευή μελιού, μελισσουργία … Dictionary of Greek
σμηνουργία — η, ΝΑ [σμηνουργός] νεοελλ. πολλαπλασιασμός τών αποικιών τών μελισσών με τη μετανάστευση τμήματος τού πληθυσμού μιας κυψέλης και τη δημιουργία νέας αρχ. μελισσουργία, μελισσοκομία … Dictionary of Greek